σκαιεμβατώ

σκαιεμβατώ
-έω, Α
(κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) σκαιοβατώ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + -εμβατῶ (< -εμβάτης < ἐμβαίνω), πρβλ. αιθερ-εμβατώ, κεν-εμβατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”